- μεσοκάθαρος
- και μισοκάθαρος, -η, -ο (Μ μεσοκάθαρος, -ον)1. αυτός που δεν είναι τελείως καθαρός2. (για αλεύρι) αυτός από τον οποίο δεν έχει αφαιρεθεί όλο το πίτουρο3. (για ψωμί) κατασκευασμένος από μικτό, πιτυρούχο αλεύριμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοκάθαρον (για ψωμί) αυτό που είναι δεύτερης ποιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + καθαρός (πρβλ. πεντα-κάθαρος). Για τη σχέση μεταξύ μεσοκάθαρος και μισοκάθαρος βλ. μεσ(ο)-].
Dictionary of Greek. 2013.